- ἐγκίνυμαι
- ἐγκίνῠμαι [pron. full] [ῑ],A to be moved, Q.S.13.245.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκίνυμαι — ἐγκίνυμαι (Α) ταράσσομαι, ενοχλούμαι … Dictionary of Greek